βοτρυοειδεῖς

βοτρυοειδεῖς
βοτρυοειδής
like a bunch of grapes
masc/fem acc pl
βοτρυοειδής
like a bunch of grapes
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • έβενος — I (ebenus). Γένος ποωδών ή φρυγανικών φυτών της οικογένειας των ψυχανθών με περίπου 15 είδη, που ευδοκιμούν στις περιοχές γύρω από την ανατολική Μεσόγειο. Έχει φύλλα φτερωτά, τρίφυλλα και σπάνια απλά. Τα άνθη του είναι ροζ ή κόκκινα σε… …   Dictionary of Greek

  • ελαιίδες — Οικογένεια δικοτυλήδονων ξυλωδών φυτών η οποία περιλαμβάνει δέντρα, θάμνους, ακόμα και αναρριχώμενα φυτά, της τάξης των λιγουστρωδών. Περιλαμβάνει περίπου 400 είδη των θερμών και εύκρατων περιοχών της Γης και κυρίως της νότιας και ανατολικής… …   Dictionary of Greek

  • υαλοκέφαλος — ο, Ν (ορυκτ.) ινώδες μικροκρυσταλλικό συσσωμάτωμα ορυκτού, με ακτινωτή διάταξη και έντονη λάμψη, το οποίο περατώνεται εξωτερικά σε βοτρυοειδείς ή σφαιροειδείς επιφάνειες. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. Glaskopf < Glas «ύαλος …   Dictionary of Greek

  • αβελία — (abelia).Φυλλοβόλοι ή αείφυλλοι θάμνοι της οικογένειας των αιγοκληματιδών ή καπριφολιιδών. Πατρίδα τους είναι οι εύκρατες περιοχές της κεντρικής και ανατολικής Ασίας (Θιβέτ, Κίνα, Κορέα, Ιαπωνία). Δύο είδη κατάγονται από το Μεξικό. Μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • αδένες — Επιθυλιακά όργανα του αίματος ανθρώπων και ζώων. Κύρια δραστηριότητά τους είναι η παραγωγή και έκκριση ουσιών που δεν τις χρησιμοποιούν αυτά τα ίδια, παρά άλλα μέρη του οργανισμού. Υπάρχουν και κύτταρα που εκτελούν τέτοια λειτουργία και γι’ αυτό… …   Dictionary of Greek

  • αμμόδεντρο — (ammodendrum). Γένος αείφυλλων θάμνων της οικογένειας των ψυχανθών, ιθαγενών των στεπών της Σιβηρίας. Είναι φυτά ακανθώδη, ξηροφυτικά, με φύλλα πτεροειδή. Τα άνθη τους είναι λευκά ή κιτρινωπά και σχηματίζουν βοτρυοειδείς ταξιανθίες. Το είδος α.… …   Dictionary of Greek

  • ανδρόκεντρο — (androcentrum). Γένος φυτών της οικογένειας των ακανθοειδών. Είναι φυτά ξυλώδη με φύλλα αντίθετα και άνθη σε βοτρυοειδείς ή κυματοειδείς ταξιανθίες. Ο καρπός τους είναι κάψα, που ανοίγει με δύο βαλβίδες. Υπάρχουν 400 είδη α., τα περισσότερα των… …   Dictionary of Greek

  • αουβριετία — (aubrietia). Γένος πολυετών, αειφύλλων, φρυγανωδών φυτών της οικογένειας των σταυρανθών. Τα φυτά αυτά είναι ιθαγενή των περιοχών της ανατολικής Μεσογείου. Όλα τα είδη καλύπτονται από τρίχες και οι βλαστοί τους δεν είναι όρθιοι, αλλά ακουμπούν στο …   Dictionary of Greek

  • Πετράλωνα — Oνομασία 6 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 270 μ.), στην πρώην επαρχία Χαλκιδικής, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ.). Π. σπήλαια. Ομάδα σπηλαίων, που βρίσκονται στην περιοχή του χωριού Π. Από αυτά έχουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”